Βρισκόμαστε
σε μια συγκυρία κατά την οποία η κυβέρνηση Σύριζα-ΑΝΕΛ συνεχίζει τη σφοδρή
επίθεση στα κεκτημένα του λαού, εφαρμόζοντας μια σειρά από μέτρα που συμπίπτουν
με τις επιταγές του μνημονιακού κουαρτέτου. Παράλληλα, με το άνοιγμα της
συζήτησης για το Μακεδονικό, αν κάτι πρέπει να κρατήσουμε ως προς τον συσχετισμό δύναμης, είναι η ακροδεξιά
στροφή της Δεξιάς, καθώς και την αναγκαιότητα που
γεννιέται από αυτή την παραδοχή, το κίνημα να βάλει αναχώματα σε μια διαδικασία αντιδραστικοποίησης του κοινωνικού υποκειμένου. Εν όψει του
κλεισίματος της τρίτης αξιολόγησης είδαμε να ψηφίζεται ο συνδικαλιστικός νόμος,
ο νέος νόμος για την Παιδεία του Γαβρόγλου, καθώς και να προετοιμάζεται το έδαφος για
τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς. Το νέο μοντέλο εργαζομένου/ης που
ευαγγελίζονταν τα επιτελεία της Ε.Ε. όλα τα προηγούμενα χρόνια, πλέον κοντεύει
να γίνει κανονικότητα. Όσον αφορά την υπόθεση Novartis η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν άφησε
ανεκμετάλλευτο το όργιο διαφθοράς που άφησε πίσω της η προηγούμενη κυβέρνηση. Έτσι μπορεί να σκιαγραφεί με το χειρότερο τρόπο τις συνθήκες εργασίας των
εργαζομένων, ενώ κατά τ’ άλλα μας
παρουσιάζει ότι το κάνει τουλάχιστον με καθαρά χέρια αφού αυτή δεν υπέκυψε
στο σκάνδαλο της Novartis.
Ταυτόχρονα
σε αυτό το φόντο, η νεολαία καλείται να αποτελέσει το πείραμα μίας
συνολικότερης «αναπτυξιακής» λογικής. Τη στιγμή που οι δυνάμεις του Κεφαλαίου
αδυνατούν να βρουν ένα παραγωγικό υπόδειγμα που θα οδηγήσει στην υπέρβαση της
κρίσης, αυτό που εν τέλει μετασχηματίζεται είναι οι όροι εργασίας των νέων
εργαζομένων, παράλληλα με τη συμπίεση της προσδοκίας τους προς τα κάτω. Σε αυτό
το σημείο κρίνεται αναγκαίος ο μετασχηματισμός των όρων αναπαραγωγής της
εργατικής δύναμης, δεδομένης μάλιστα και της αδυναμίας της αγοράς εργασίας να
απορροφήσει το εν λόγω καταρτισμένο εργατικό δυναμικό. Υπ’ αυτό το πρίσμα, τη
φετινή χρονιά παρατηρούμε την ένταση της επίθεσης σε συνέχιση της εκπαιδευτικής
αναδιάρθρωσης στις κατευθύνσεις της εργαλειοθήκης του ΟΟΣΑ και της Μπολόνια. Ο
νόμος Γαβρόγλου φαίνεται πως ξεδιπλώνεται στο πλήρες του αναδιατάσσοντας
συνολικά το χάρτη όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης.
Συγκεκριμένα,
όσον αφορά το χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αναδιαμορφώνεται ο χάρτης των
προγραμμάτων σπουδών με στόχο την περαιτέρω ρευστοποίηση και των πτυχίων και
των επαγγελματικών δικαιωμάτων, προκειμένου να εναρμονιστούν με τις ανάγκες της
αγοράς εργασίας. Σιγά-σιγά η δυνατότητα κατοχύρωσης επαγγελματικών δικαιωμάτων
αποτελεί πολύ περισσότερο ατομική υπόθεση μέσω ενός διαρκούς κύκλου
επανακατάρτισης και συμπλήρωσης ενός ατομικού φακέλου προσόντων, μία κατεύθυνση
η οποία προλυαίνεται μάλιστα ήδη από τη δευτεροβάθμια. Εν συνεχεία αυτού, η
κανονικοποίηση των μεταπτυχιακών από το νόμο θεσμοθετεί την απαξίωση των
πτυχίων του προπτυχιακού σταδίου σπουδών. Οι παράλληλες και εκτός των Ιδρυμάτων
δομές κατάρτισης χρήζουν εξίσου την προσοχή μας. Έτσι, ενώ ένα προηγούμενο
διάστημα η επίθεση επικεντρωνόταν γύρω από τα ζητήματα των κλάσεων μηχανικών
και της διδακτικής επάρκειας, το Υπουργείο Παιδείας φαίνεται πως ξεδιπλώνει
ολόπλευρα την ατζέντα της αναδιάρθρωσης, που αξονίζεται γύρω από συγχωνεύσεις, καταργήσεις,
διασπάσεις και ιδρύσεις Τμημάτων.
Χαρακτηριστικά
παραδείγματα αυτής της κίνησης ήταν οι συγχωνεύσεις στα ΤΕΙ της Αθήνας και η
ψήφιση της «ανωτατοποίησής» τους στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής. Το γεγονός
ότι η κυβέρνηση θεωρεί υπόδειγμα την κίνησή της αυτή, σηματοδοτεί και πολύ
συγκεκριμένες βλέψεις περί συγκρότησης Τμημάτων πρότυπα. Ανάλογη κίνηση θα
μπορούσε να αποτελεί και η 4η Νομική στην Πάτρα. Σε μια κατεύθυνση
ίδρυσης καινούριων Τμημάτων θα μπορούσε να είναι και η ίδρυση Τμήματος
Κοινωνιολογίας, σαν ένα νέο Τμήμα ανέργων στη σχολή της Ο.Π.Ε., η πρόταση για το
οποίο έχει περάσει από όλα τα κέντρα λήψης αποφάσεων, συμπεριλαμβανομένης και της Συγκλήτου,νύχτα . Παράλληλη διαδικασία είναι και η διάσπαση του Φ.Π.Ψ., από κοινού με την ίδρυση νέου Τμήματος
Χρηματοοικονομικής και Διοίκησης στην Ο.Π.Ε. το οποίο επί της ουσίας θα σημάνει την
αναδιαμόρφωση του υπάρχοντος Προγράμματος Σπουδών του Οικονομικού και
ουσιαστικά στη διάσπασή του. Οι αλλαγές αυτές θέλουν να εμπεδώσουν τις νέες εργασιακές
σχέσεις και να διορθώσουν διάφορα «κακώς» κείμενα του παρελθόντος.
Σε
μία κατάσταση κατά την οποία η εκπαιδευτική αναδιάρθρωση όπως περιγράφηκε
παραπάνω δεν υλοποιείται με τον ίδιο τρόπο από ένα νόμο και φέρει επιμέρους
εξειδικεύσεις ανά σχολές και Ιδρύματα, οφείλει και η δικιά μας Αριστερά να
εξειδικεύσει το πώς αυτή υλοποιείται στους εκάστοτε κοινωνικούς χώρους και να
παράξει μία κατεύθυνση κοινωνικά χρήσιμη και πολιτικά αποτελεσματική για τους
Φοιτητικούς Συλλόγους. Υπ’ αυτή την έννοια, το επόμενο διάστημα πρέπει να
ψηλαφίσουμε την κατάσταση στον κάθε κοινωνικό χώρο και αμφισβητώντας την
κινηματική νηνεμία του προηγούμενου διαστήματος, να θέσουμε σε τροχιά
συλλογικής διεκδίκησης τους Φοιτητικούς Συλλόγους, προκειμένου να βάλουμε τα
θεμέλια εκείνα τα οποία θα οικοδομήσουν εν τέλει μία ενιαία αφήγηση για την
αναζωπύρωση του φοιτητικού κινήματος. Συνάμα, σε μια συνθήκη που
αποδιαρθρώνεται ο φοιτητικός συνδικαλισμός και απομαζικοποιούνται οι Φοιτητικοί
Σύλλογοι πρέπει να ξαναπιαστούμε πάλι από τα ζητήματα φοιτητικής
καθημερινότητας σε μία κατεύθυνση ταύτισης του υποκειμένου με αιτήματα τα οποία
αποτελούν τη ζωή του στο Πανεπιστήμιο, για να καταφέρουμε να οικοδομήσουμε μία
συνεκτική πολιτική τοποθέτηση από τα μικρά μέχρι τα μεγάλα. Κατ’ αυτό τον
τρόπο, θέτουμε μία μεθοδολογία για τη δυνάμει επιστροφή της πολιτικής κουβέντας
εντός των Φ.Σ., των συμφερόντων των οποίων καλούμαστε να εκπροσωπήσουμε.
Σε
αυτή την συγκυρία λοιπόν, καλούμαστε και να αναλάβουμε τις ευθύνες που μας αναλογούν με στραμμένα τα
μάτια στους Φοιτητικούς Συλλόγους. Για να γίνει κάτι τέτοιο, τα ΕΑΑΚ οφείλουν
να συνειδητοποιήσουν ότι βρίσκονται σε μία κρίση την οποία είτε θα επιλέξουμε
να υπερβούμε είτε θα είναι διαλυτική για το μόρφωμα. Για να μπορεί να υπάρξει
μία προωθητική κατεύθυνση ως προς την υπέρβαση της κρίσης μας, πρέπει να
απεγκλωβιστούμε από μία κατάσταση εσωστρέφειας θεωρώντας ότι για να μπορέσει το
φοιτητικό κίνημα να βγει ξανά δυναμικά στο προσκήνιο, πρέπει πρώτα τα ΕΑΑΚ να
επανιδρυθούν. Αφενός, η υπόθεση της επανίδρυσης των ΕΑΑΚ δεν είναι ξεκομμένη
από την αναγκαία επανίδρυση της φοιτητικής Αριστεράς εν συνόλω. Οι
ανασυνθετικές διεργασίες των ΕΑΑΚ- ΑΡΕΝ- ΑΡΔΙΝ πρέπει να φιλοδοξούμε να είναι
μια συνεκτική απάντηση στην αδυναμία της Αριστεράς να εμπνεύσει ξανά τα
αμφιθέατρα και να τα κινητοποιήσει. Αφετέρου, μία μεθοδολογία επανίδρυσης είναι
αποτέλεσμα της ανάδρασης μεταξύ κοινωνικού και πολιτικού υποκειμένου,
εξωστρεφούς πειραματισμού στο κοινωνικό επίπεδο και διαρκούς αυτοκριτικής με
κριτήριο αν κάποιο πολιτικό σχέδιο έχει μετρήσει βήματα στους συλλόγους, και
εάν όχι πως προχωράμε εφεξής. Η επανίδρυση λοιπόν, δεν είναι μία συζήτηση στην
οποία πρέπει να προσβλέπουμε με τεχνικούς όρους. Αν κάτι έχουν χάσει τα ΕΑΑΚ τα
τελευταία χρόνια ως προς την κίνησή τους είναι ακριβώς αυτό. Να σχεδιάζουν,
δηλαδή, μία κίνηση στο πεδίο των μαζών, να την αποτιμούν εντός και εκτός του
μορφώματος και να επανασχεδιάζουν βάση αυτών. Έτσι, με αυτό το κριτήριο οφείλουμε, κατά τη γνώμη μας, να σκεφτόμαστε
και για τις συντονιστικές μας διαδικασίες, και για αυτό το λόγο θεωρούμε ότι
ένα συντονιστικό Αθήνας πρέπει ακολουθεί ενός πολιτικού και κινηματικού
σχεδιασμού για να μπορεί να αποτιμηθεί και να ξαναχαραχθεί, και υπ’ αυτή την
έννοια για εμάς το κείμενο κάλεσμα του σχήματος ΚΑΡΑΒΙ ΕΑΑΚ δεν πληροί τις προϋποθέσεις
που περιγράφηκαν παραπάνω.
Συνοψίζοντας,
το επόμενο διάστημα θα πρέπει να σκύψουμε πάνω από την ανασυγκρότηση
κινηματικών πρακτικών, να ξαναβγάλουμε το φοιτητικό κίνημα στο προσκήνιο και
κατ' επέκταση να πραγματοποιήσουμε μια φυγή εμπρός και μακριά από την κρίση και
την εσωστρέφεια στην οποία έχει εγκλωβιστεί το μόρφωμα. Τα σχήματα μας να
γίνουν πυρήνας παραγωγής πολιτικής γραμμής και δημιουργώντας το καθένα στον
κοινωνικό του χώρο μια κίνηση, θα πρέπει να μεριμνήσουμε να συνολικοποιήσουμε
όλες αυτές τις επιμέρους κινήσεις σε μια πανελλαδική ανά τόπους κινητοποίηση.
Προτείνουμε συγκεκριμένα μάλιστα ανά τόπους, για να έχουν τα σχήματα της
επαρχίας μία μεγαλύτερη δυνατότητα εμπλοκής κόσμου των Φοιτητικών Συλλόγων. Μία
ημερομηνία η οποία θα μας δώσει το χρόνο να πραγματοποιήσουμε Γενικές
Συνελεύσεις και άλλου τύπου συλλογικές διαδικασίες έως ότου κλιμακώσουμε στην
Πανελλαδική ανά τόπους κινητοποίηση, είναι 22 Μάρτη. Μετά από αυτή την
προσπάθεια, η οποία για εμάς πρέπει να έχει ως πρόταγμα τη διεκδίκηση του μέλλοντος και της προοπτικής μιας γενιάς που
έχει γίνει πειραματόζωο στο βωμό των μνημονιακών και νεοφιλελεύθερων πολιτικών,
μπορούμε να συντονιστούμε στη βάση αποτίμησης της κίνησής μας, και εκ νέου
σχεδιασμού της ειδικά εν όψει Φοιτητικών Εκλογών, σε Πανελλαδική 2ήμερη
διαδικασία που θα επιδιώξει να συγκεφαλαιώσει τις κινήσεις των σχημάτων μας στα τέλη Μάρτη. Σε συνδυασμό με τα παραπάνω, πρέπει να μην αμελήσουμε να
ανοίξουμε ξανά την συζήτηση για τη δημοκρατία στο Πανεπιστήμιο, την αναγκαία
εμπλοκή και παρέμβαση των Φ.Σ. στα όργανα στα οποία σχεδιάζονται οι
αναδιαρθρωτικές τομές, και την ποινικοποίηση της συνδικαλιστικής δράσης, στο
φόντο ενός μήνα όπου θα γίνουν οι δίκες των διοικητικών υπαλλήλων του ΕΚΠΑ και
των συνδικαλιστών ΕΑΑΚ της ΝΟΠΕ από την περίοδο Φορτσάκη.