10 Ιουν 2015

Και στραβός είν' ο γιαλός και στραβά αρμενίζουμε...

Μπήκε, λοιπόν, ο Ιούνιος, ο οποίος συν τοις άλλοις φέρνει ψηλά στην ημερήσια διάταξη την επικείμενη πληρωμή των δόσεων στο ΔΝΤ και την «έντιμη» συμφωνία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με τους Ευρωπαίους εταίρους. Καθώς, λοιπόν, λήγει η τετράμηνη συμφωνία-γέφυρα της 20ης Φλεβάρη φαίνεται στον ορίζοντα μια μάλλον απότομη προσγείωση στην πραγματικότητα. Είναι, όμως, πράγματι τόσο απότομη;
                Η ανάδειξη της νέας κυβέρνησης στις 25 Γενάρη σηματοδότησε μια αλλαγή σελίδας για τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, που, σύμφωνα και με τις προεκλογικές δεσμεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ, θα τον έβγαζε από το μνημονιακό πλαίσιο της λιτότητας και το καθεστώς επιτροπείας. Με το βασικό δόγμα «ούτε ρήξη, ούτε υποταγή» ο ΣΥΡΙΖΑ δεσμευόταν να κρατήσει τη χώρα στον ευρωπαϊκό δρόμο, αλλά με σκληρή διαπραγμάτευση για την άρση της μνημονιακής πραγματικότητας. Άρση της μνημονιακής πραγματικότητας όπως λέμε: Πρόγραμμα Θεσσαλονίκης που στόχο είχε την καταπολέμηση της «ανθρωπιστικής κρίσης» και την προστασία των κατώτερων και πιο εκτεθειμένων λαϊκών στρωμάτων, επαναφορά των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, τερματισμός των ιδιωτικοποιήσεων, επαναλειτουργία της ΕΡΤ (με βάση το μοντέλο των εργαζομένων), φορολόγηση του μεγάλου κεφαλαίου, μια άλλη πολιτική σε Υγεία, Παιδεία κ.τ.λ.
                Ωστόσο, ήδη η τετράμηνη συμφωνία της 20ης Φλεβάρη, μπορεί να μην προέβλεπε νέα μέτρα λιτότητας, αλλά δεν αποτέλεσε τομή με τη μνημονιακή συνθήκη που διατηρήθηκε στο ακέραιο. Συνέχιση της επιτροπείας, μηδενική ελευθερία κινήσεων για χάραξη αυτόνομης πολιτικής, εφόσον η χρηματοδότηση γίνεται βάσει της αξιολογούμενης από τους θεσμούς δημοσιονομικής πολιτικής της χώρας. Αυτές σηματοδότησαν και τις πρώτες υποχωρήσεις της κυβέρνησης. Λογικό επαγόμενο, ο εγκλωβισμός σε έναν αδιέξοδο διάλογο ελληνικής κυβέρνησης-θεσμών, όπου σταδιακά αλλά σταθερά οι μεν εγκαταλείπουν μία μία τις «κόκκινες γραμμές» που χαρακτηρίζονται από τους δε «μονομερείς ενέργειες».
                Τέσσερις μήνες μετά αυτό που διαφαινόταν από τη συμφωνία της 20ης Φλεβάρη έρχεται να επιβεβαιωθεί. Το δόγμα «ούτε ρήξη-ούτε υποταγή» φαίνεται να έχει φτάσει στα όριά του, καθώς η κυβέρνηση δεν έχει καταφέρει να δημιουργήσει τομές στις μέχρι τώρα πολιτικές λιτότητας, ενώ η διαπραγμάτευση οδηγεί σε ξεκάθαρη υποταγή στις άκαμπτες απαιτήσεις των «εταίρων». Βασικές προγραμματικές δηλώσεις που έχουν μείνει ανεφάρμοστες, πρόσωπα-κλειδιά του παλαιού κράτους που έχουν μείνει σε νευραλγικές θέσεις (βλ. Στουρνάρας, Παναρίτη), η «βασισμένη στους υγιείς επιχειρηματίες και τραπεζίτες» ανάπτυξη, όλα τα παραπάνω οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε νέο γύρο αντιλαϊκών μέτρων με τη νεολαία και τον κόσμο της εργασίας να βρίσκονται, ηθελημένα ή μη, στο στόχαστρο. Η, δε, αδιαλλαξία της ευρωπαϊκής πλευράς εξηγείται μόνο υπό το πρίσμα της χρήσης του χρέους ως μηχανισμό για την προώθηση ενός συγκεκριμένου οικονομικού μοντέλου στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου, προφανώς ευνοϊκού για τους δυνατούς παίκτες της οικονομίας.
                Χαρακτηριστικά, πάντως, για τις προθέσεις της κυβέρνησης ενόψει της συμφωνίας είναι και τα άρθρα του πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, στην εφημερίδα Le monde, αλλά και του υπουργού οικονομικών, Γιάνη Βαρουφάκη, στο Project Syndicate, όπου, εν ολίγοις, λένε ξεκάθαρα ότι η κυβέρνηση είναι έτοιμη να δεχτεί τα μέτρα των εταίρων (συνέχιση ιδιωτικοποιήσεων, αναβολή των ρυθμίσεων για τις ΣΣΕ κ.λ.π.) και ότι η συμφωνία «κολλάει» στις απαιτήσεις των ευρωπαϊκών επιτελείων για περισσότερη λιτότητα. Το θέμα, δηλαδή, είναι ποσοτικό και όχι ποιοτικό. Σημειωτέον ότι, μια μεγάλη μερίδα στο ίδιο το εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, που ανέρχεται πλέον στο 44%, διαφωνεί ριζικά με αυτές τις κατευθύνσεις, γεγονός που αποκρυσταλλώνει και τη δεξιά μετατόπιση της κυβέρνησης, ωστόσο οι διαφωνίες του δεν φαίνεται να λαμβάνονται υπόψη από την κομματική ηγεσία.
                Οδεύουμε, λοιπόν, προς μία συμφωνία που μάλλον δεν θα είναι και τόσο «έντιμη», καθώς αφήνει μετέωρα και ανικανοποίητα τα αιτήματα των λαϊκών κινημάτων των προηγούμενων ετών, που, μπορεί να μην προέτασσαν στο σύνολό τους εμφατικά τη ρήξη με τα ευρωπαϊκά πλαίσια, αλλά αν μη τι άλλο διεκδικούσαν τη ρήξη με τη μνημονιακή πραγματικότητα. Η υπογραφή μιας τέτοιας συμφωνίας δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στην απογοήτευση του κόσμου και να δώσει πολιτικό χώρο στην (ακρο)δεξιά αντιπολίτευση. Κι ας διατείνεται η κυβέρνηση ότι η συμφωνία θα είναι «αμοιβαία επωφελής».
                Ας σκεφτούμε για μια στιγμή τι θα σημαίνει για τη νεολαία μια τέτοια συμφωνία: παγίωση της ανεργίας (60% στους νέους), παγίωση της επισφαλούς εργασίας (τύπου voucher), παγίωση της μετανάστευσης προς εύρεση εργασίας πάνω στο επιστημονικό μας αντικείμενο, παγίωση μιας συνθήκης όπου τυχεροί θα είναι εκείνοι που θα δουλεύουν 12 και πλέον ώρες με αμοιβή τον κατώτατο μισθό και αμφίβολα εργασιακά δικαιώματα. Και ας προσπαθήσουμε σε αυτή την εικόνα να προσθέσουμε και κάτι άλλο πέρα από «δουλειά»…
            Τώρα, λοιπόν, παίζεται κάτι άλλο πιο σημαντικό από την εξεταστική του Ιουνίου. Παίζεται το μέλλον μας.
Και το χρέος μας δεν είναι αυτό στο ΔΝΤ. Το χρέος μας είναι, ακριβώς, να διεκδικήσουμε τη διαγραφή του και την αποδέσμευση της χώρας από αυτό! Καμία συμφωνία με τους «εταίρους». Ρήξη τώρα με ευρώ και Ε.Ε. Αυτά, είναι τα απαραίτητα βήματα και τα μόνα ικανά να αναστρέψουν τη συνθήκη της ακραίας λιτότητας. Είναι η αρχή για να μπορέσουν τα πράγματα να πάνε αλλιώς. Και είναι εθελοτυφλία να μην το βλέπουμε αυτό.          
Όσο, όμως, αυτό είναι εθελοτυφλία, άλλο τόσο είναι αφέλεια να πιστεύουμε ότι αυτές οι μονομερείς ενέργειες θα γίνουν απλά και μόνο επειδή λέμε ότι πρέπει να γίνουν, ότι θα γίνουν εύκολα και ανώδυνα. Είναι, λοιπόν επίσης, χρέος μας η συσπείρωση αγωνιστών και δυνάμεων, τόσο σε κινηματικό, όσο και σε κεντρικοπολιτικό επίπεδο, που θα περιγράψουν τον κατάλληλο βηματισμό, ώστε η ρήξη να γίνει με τους δικούς μας όρους. Και θα περιγράψουν, επίσης, και την επόμενη μέρα της ρήξης, απαντώντας στα καθημερινά ερωτήματα και σε πρωτεύοντα ζητήματα.                
Τίποτα, όμως, από όλα τα παραπάνω δεν μπορεί να γίνει αν λείπει αυτός που θα τα κάνει: το νεολαιίστικο, εργατικό, λαϊκό κίνημα. Την ιστορία τη γράφουν πάντοτε οι λαοί. Για αυτό το λόγο και στις 11 Ιουνίου οι δρόμοι πρέπει να αντηχήσουν το σύνθημα της ρήξης.
ΡΗΞΗ ΚΑΙ ΟΧΙ ΥΠΟΤΑΓΗ.


Ριζοσπαστική Αριστερή Συσπείρωση
σχήμα της

Ενιαίας Ανεξάρτητης Αριστερής Κίνησης
raseaak.blogspot.gr

Beyond the red mirror


                Το πολυνομοσχέδιο για την παιδεία Α. Μπαλτά, το οποίο κατατέθηκε και επίσημα πλέον στη Βουλή, οδεύει πλέον προς εφαρμογή. Μπορούμε να πούμε ότι βρίσκεται πολύ κοντά στο προσχέδιο που είχε δημοσιευθεί, με κάποια από τα αιτήματα των φοιτητικών αγώνων των προηγούμενων ετών να ικανοποιούνται, αλλά με τον πυρήνα της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης, που προωθήθηκε ιδιαίτερα κατά την περίοδο της κρίσης με το νόμο Διαμαντοπούλου – Αρβανιτόπουλου, να μένει άθικτος. Ενάντια στο νομοσχέδιο αυτό υπερασπιστές του προηγούμενου νόμου φαίνεται να στήνουν ήδη ένα αντίπαλο στρατόπεδο που έχει ξεκινήσει, μάλιστα, να μαζεύει υπογραφές για την επαναφορά αυτού. Ένα στρατόπεδο με ξεκάθαρα αντιδραστικό χαρακτήρα, παρά το γεγονός ότι διακηρυκτικά προτάσσει την πρόοδο. Στο μπλοκ αυτό, που φέρει το όνομα «Όχι Μπαλτά στην Παιδεία», βρίσκονται ενταγμένοι καθηγητές και άλλα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας. Όπως, φυσικά, με το μπλοκ αυτό συντάσσεται και η καθεστωτική ΔΑΠ-ΝΔΦΚ (που βέβαια το πάει κι ένα βήμα παραπέρα με το «Παιδεία 2020»).
Το ζήτημα είναι: Ικανοποιεί το νέο πολυνομοσχέδιο σύνολη τη χάρτα διεκδικήσεων του φοιτητικού κινήματος; Πετυχαίνει να οικοδομήσει το δημόσιο-δωρεάν-δημοκρατικό πανεπιστήμιο που  τόσον καιρό διεκδικούσαμε; Και εν τέλει ανατρέπει εκείνη τη συνθήκη που μετά από εξαντλητικές σπουδές παίρνουμε ένα πτυχίο για να το κρεμάσουμε στον τοίχο ή για να το βάλουμε σε μια βαλίτσα και να ταξιδέψουμε στην άλλη άκρη της υφηλίου ή για να εξασφαλίσουμε μια δουλειά με εξευτελιστικό μισθό και μηδενικά εργασιακά δικαιώματα, για την οποία, όμως, θα λέμε και «ευχαριστώ»; Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, μάλλον θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι όχι, δεν το κάνει.
                 Ας δούμε τα πράγματα λίγο πιο συγκεκριμένα. Αρχικά, κατάκτηση των φοιτητών πρέπει να θεωρούμε την απόσυρση του ορίου φοίτησης και των διαγραφών, που ως άλλος μπαλτάς κρέμονταν πάνω από τα κεφάλια μας, με στόχο φυσικά να συνηθίσουμε σε μια λογική που λέει ότι δεν μπορούμε να έχουμε άλλες ασχολίες, πέρα από τα μαθήματα και το διάβασμά μας (όπως και αργότερα δεν θα μπορούμε να έχουμε άλλες ασχολίες πέρα από τη δουλειά μας). Αυτό, φυσικά, είχε κι ένα σωρό άλλα απότοκα – βλέπε, για παράδειγμα, την αποσυγκρότηση των φοιτητικών συλλόγων και τη μερική κάμψη των συλλογικών διεκδικήσεων. Θεωρούμε, λοιπόν, πολύ θετική την ικανοποίηση του αιτήματος για κατάργηση των ορίων φοίτησης και των διαγραφών.
Με παρόμοιο τρόπο βλέπουμε και το κομμάτι της απόσυρσης των Συμβουλίων Ιδρύματος. Συμβούλια που, αφενός μεν κατείχαν υπερεξουσίες, αφετέρου δε, αποτελούσαν την επιτομή της αντίδρασης και της αυταρχικοποίησης των πανεπιστημίων (εξαιρουμένου, του Φορτσάκη βεβαίως βεβαίως). Με κεκλεισμένων των θυρών συνεδριάσεις απέκλειαν την οποιαδήποτε παρέμβαση των φοιτητικών συλλόγων ως εάν τα θέματα της ημερήσιας διάταξης «να μην τους αφορούσαν» και αδιαφορούσαν πλήρως για τις συλλογικές αποφάσεις του μαζικότερου κομματιού της ακαδημαϊκής κοινότητας.
                Ωστόσο, στο νέο νομοσχέδιο τίθεται εκ νέου το ζήτημα της συνδιοίκησης και της εκλογής Πρυτάνεων και με φοιτητική ψήφο. Και οι φοιτητές, δηλαδή, να ψηφίζουν για Πρύτανη με άμεση, μυστική, καθολική ψηφοφορία. Βγαίνουμε λοιπόν από μία περίοδο πλήρους απαξίωσης των φοιτητικών συλλόγων και μπαίνουμε σε μία άλλη όπου οι φοιτητές έχουν λόγο στο πανεπιστήμιο. Ή μήπως όχι; Από πλευράς μας λέμε ξεκάθαρα ότι, αν το να έχουν λόγο οι φοιτητές στο πανεπιστήμιο μεταφράζεται στην ψήφο για Πρύτανη, τότε καλύτερα να μην έχουν λόγο. Θεωρούμε ότι η συμμετοχή των φοιτητών στην ανάδειξη Πρύτανη αναπαράγει στρεβλές λογικές δοσοληψίας, που κάθε άλλο παρά συντελούν σε περισσότερη δημοκρατία στο εσωτερικό του Πανεπιστημίου. Επιπλέον, τασσόμαστε πάγια κατά των μονοπρόσωπων οργάνων διοίκησης, καθότι το όριο μεταξύ «ικανής διοίκησης» και «κατάχρησης της θέσης» είναι λεπτό και έχουμε δει επανειλημμένα Πρυτάνεις να το ξεπερνούν, με προεξάρχοντα, φυσικά, τον Φορτσάκη που το είχε υπερβεί τόσο πολύ (υπέρ της κατάχρησης) που πια δεν έβλεπε το όριο στον ορίζοντα!
Για εμάς αυτό που έχει σημασία είναι οι φοιτητές να μπορούν να παρεμβαίνουν ουσιαστικά με τις αποφάσεις τους και να αποτελούν βασικό παράγοντα μετατόπισης και λήψης αποφάσεων από τα όργανα διοίκησης. Να μπορούν να αποτελούν πράγματι στο τέλος, τον παράγοντα αυτό που θα έχει τον κύριο λόγο για θέματα που ουσιαστικά τους αφορούν (αποκλειστικά). Αυτό που έχει νόημα για τους φοιτητικούς συλλόγους εν τέλει, είναι η φωνή τους να ακούγεται πραγματικά μέσω της συμμετοχής τους στις διαδικασίες της Συγκλήτου, που είναι και το ανώτατο όργανο λήψης αποφάσεων για το Πανεπιστήμιο, καθώς και των Γενικών Συνελεύσεων Τμήματος στις οποίες η παρουσία τους θα έπρεπε να είναι νόμιμη.
                Κανείς λόγος δε γίνεται ταυτόχρονα στο νομοσχέδιο για το μείζον θέμα του Σχεδίου Αθηνά, της αξιολόγησης που αυτό επιφέρει και των διοικητικής κατά βάση φύσεως αλλαγές στο χάρτη σχολών (βλ. συγχωνεύσεις, καταργήσεις τμημάτων κτλ). Ένα θέμα που έχει πλήξει και τη δική μας σχολή, καθώς από Νομικών, Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών (Ν.Ο.Π.Ε.), πλέον η Νομική σχολή έχει αποσπαστεί και τη θέση της παίρνουν τα ΕΜΜΕ και το τμήμα των Τούρκικων και Ασιατικών σπουδών. Έτσι έμεινε η Ο.Π.Ε (Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών). Το ζήτημα είναι ότι οι αλλαγές αυτές αν και σε πολλές περιπτώσεις φαίνονται μόνο στο επίπεδο της διοίκησης των ιδρυμάτων, συνεπάγονται και αντίστοιχες αλλαγές στα προγράμματα σπουδών.
                Το δε άκρως προβληματικό σημείο του πολυνομοσχεδίου, το οποίο μας δημιουργεί και μεγάλη έκπληξη (δεδομένου ότι μιλάμε για νομοσχέδιο μιας κυβέρνησης που θέλει να έχει αναφορά στην Αριστερά και τα κινήματα), είναι, φυσικά, το κομμάτι του πανεπιστημιακού ασύλου. Σύμφωνα με το νέο πολυνομοσχέδιο «Το ακαδημαϊκό άσυλο αναγνωρίζεται για την κατοχύρωση των ακαδημαϊκών ελευθεριών, την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών, την προστασία του δικαιώματος στη γνώση, τη μάθηση και την εργασία, έναντι οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει», ενώ στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του Πρύτανη συγκαταλέγεται και η «ευθύνη για τη λήψη μέτρων για την προστασία και ασφάλεια του προσωπικού και της περιουσίας του Ιδρύματος». Από τη μία, λοιπόν, δεν ορίζεται ρητά το άσυλο ως «άσυλο κοινωνικών αγώνων», ενώ από την άλλη αφήνει τεράστια περιθώρια στον εκάστοτε Πρύτανη να λειτουργήσει κατά ιδία βούληση και κρίση. Για να το πούμε απλά, δεν κατοχυρώνεται πουθενά πια η δυνατότητα του φοιτητικού κινήματος να καταλαμβάνει το χώρο στον οποίο καθημερινά συζητά και δραστηριοποιείται, το χώρο που αποτελεί το σπίτι του, ώστε να προωθεί τα αιτήματά του. Ο χώρος του ασύλου, όμως, διαχρονικά έχει στεγάσει όλους τους αγώνες του φοιτητικού κινήματος με αποτέλεσμα να ασκηθούν πράγματι σφοδρές πιέσεις σε πείσμα και των πιο αυταρχικών κυβερνήσεων ή διοικήσεων του πανεπιστημίου. Ο χώρος του ασύλου ανήκει σε ολόκληρη την κοινωνία και τον πρώτο λόγο σε αυτόν (πρέπει να) τον έχουν οι ίδιοι οι φοιτητές και είναι οι ίδιοι που επίσης (πρέπει να) τον προστατεύουν πρώτοι από καταπατήσεις και βεβηλώσεις. Το ζήτημα του ασύλου εν προκειμένω, μένει για ακόμα μία φορά μετέωρο με μία «δημιουργική ασάφεια» να το χαρακτηρίζει.

             Και τελικά, εμείς τι θα πούμε; Θα σταματήσουμε μπροστά στην ικανοποίηση μερικών αιτημάτων μας ή θα παλέψουμε μέχρι τέλους; Η κυβέρνηση, παρά την ενσωμάτωση κάποιων διεκδικήσεων, δεν φαίνεται πρόθυμη να κάνει τις απαραίτητες τομές. Μία κίνηση μου προσήκει εν ολίγοις στο γενικότερο σύνθημα που εκφράζεται σε ευρύτερο κοινωνικό επίπεδο, αυτό του «Ούτε ρήξη, ούτε υποταγή». Σε μία τέτοια κατεύθυνση το φοιτητικό κίνημα οφείλει να απαιτήσει το πλήρες των διεκδικήσεών του, που στην τελική αποτελούσαν και προεκλογικές δεσμεύσεις της κυβέρνησης. Απαιτούμε το ξήλωμα λοιπόν, εν συνόλω του νόμου Διαμαντοπούλου – Αρβανιτόπουλου, καθώς και των συναφών και παρακείμενων διατάξεων. Δεν πρόκειται να δεχτούμε καμία έκπτωση σε αυτά που οι ίδιοι οι φοιτητικοί σύλλογοι έχουν εκφράσει και θα συνεχίζουν να εκφράζουν μέσα από τις συλλογικές τους διαδικασίες και τους δυναμικούς τους αγώνες. Στο γενικότερο σύνθημα, απαντάμε πλήρη και άμεση ρήξη με την προηγούμενη συνθήκη στην εκπαίδευση, πλήρη και άμεση ρήξη με το μνημονιακό πλαίσιο και τη λιτότητα, όπως εφαρμόστηκε τόσο σε αυτόν τον τομέα, όσο και ευρύτερα σε κάθε πτυχή της δημόσιας ζωής, πλήρη και άμεση ρήξη με τις επιταγές των ευρωπαϊκών επιτελείων και το μηχανισμό του χρέους. Κι αν κάτι μας έμαθαν οι αγώνες μας είναι το γεγονός ότι τίποτα δε χαρίζεται, όλα κερδίζονται. Γι’ αυτό κι εμάς, θα μας βρείτε στο δρόμο.


Ριζοσπαστική Αριστερή Συσπείρωση
σχήμα της
Ενιαίας Ανεξάρτητης Αριστερής Κίνησης
raseaak@blogspot.com