29 Φεβ 2016

Για μια συζήτηση που πρέπει να ανοίξει...

Για μια συζήτηση που πρέπει να ανοίξει...
“Επιμένω σ’ έναν άλλο κόσμο.
Τον έχω τόσο ονειρευτεί, τόσο έχω σεργιανίσει μέσα του,
που πια,
είναι αδύνατον να μην υπάρχει.”


Αν κάτι έφεραν σίγουρα τα τελευταία χρόνια, τα «χρόνια της κρίσης», μέσα στην όλη αναμπουμπούλα, την παραζάλη και τον ορυμαγδό οικονομικών όρων-δημοσιονομικών μέτρων-πολιτικών εξελίξεων, ήταν το τέλος των βεβαιοτήτων. Το παραγωγικό μοντέλο έφτασε το άνω όριό του, το ευρωπαϊκό όραμα κατέρρευσε, το πολιτικό σύστημα φανέρωσε τη διαφθορά του, ο κρατικός μηχανισμός τα πλοκάμια του, αλλά και τα κοφτερά του δόντια, η Δεξιά έγινε πιο δεξιά, το Κέντρο δεν ήταν τελικά τόσο κέντρο. 

Ο «άλλος δρόμος» επιχειρήθηκε να εκφραστεί από διάφορες εκδοχές και στρατηγικές της Αριστεράς, να ενσωματώσει αιτήματα των κινημάτων που ξέσπασαν και να μετουσιωθεί σε πολιτικό πρόγραμμα, για άλλους με στόχο την έξοδο από την κρίση και την ανάπτυξη, για άλλους με στόχο τον κοινωνικό μετασχηματισμό σε μια σοσιαλιστική κατεύθυνση.

Ένα χρόνο πριν, ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε τα ηνία της κυβερνητικής εξουσίας, ως αριστερό κόμμα. Πολύ γρήγορα, ωστόσο, η στρατηγική του έδειξε τα όριά της. Σε μία πορεία συνεχών υποχωρήσεων έφτασε από το 2012 και το καμιά θυσία για το ευρώ, στο ούτε υποταγή, αλλά ούτε και ρήξη με ευρώ-ΕΕ, στη συνθηκολόγηση της 20ης Φλεβάρη και στην υπογραφή μνημονίου λίγο μετά το αυθάδικο λαϊκό και βαθιά ταξικό ΟΧΙ της 5ης Ιούλη.

Λίγο αργότερα, ωστόσο, οι εκλογές της 20ης Σεπτέμβρη έδειξαν ότι δεν ηττήθηκε μόνο η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ και ότι θα ήταν εγκληματικό λάθος αν αφαιρούσαμε την υπόλοιπη -τη μόνη τώρα πια Αριστερά- από την εξίσωση του προβλήματος. Η ήττα αφορά συνολικά την Αριστερά, με ετεροβαρείς ευθύνες και για διαφορετικούς λόγους.

Ωστόσο, το μεγάλο πρόβλημα στην ακύρωση δις στην πράξη της λαϊκής ετυμηγορίας (του Γενάρη και του Ιούλη) και του μαύρου συσχετισμού στο ελληνικό κοινοβούλιο που διαμορφώθηκε το Σεπτέμβρη δεν είναι η ήττα της Αριστεράς. Είναι ακριβώς η υποχώρηση του λαϊκού κινήματος και η νέα επίθεση στα λαϊκά συμφέροντα. Και η Αριστερά είναι βασικό κομμάτι αυτού του προβλήματος, αν όχι ο βασικός υπαίτιος.

Το ερώτημα για εμάς είναι πώς μπορεί να ανασχεθεί η νεοφιλελεύθερη επέλαση, πώς μπορεί να χαραχθεί μια διαφορετική πορεία για τον τόπο, πώς μπορεί η υπόθεση της Αριστεράς να μη χαθεί προτού καν αρχίσει, πώς εν τέλει μπορεί ο λαός να νικήσει. Οι τριγμοί στο κυβερνητικό κέντρο ήδη έχουν φανεί. Η νέα επίθεση δεν θα περάσει αναίμακτα. Ήδη το κίνημα έχει κατακλύσει το δρόμο και στόχος είναι η κίνηση αυτή των μαζών να έχει συνέχεια, να αποκτήσει ριζοσπαστικότερα χαρακτηριστικά να φέρει ένα άλλο παρόν και μέλλον.

Για την Αριστερά το ερώτημα είναι κάπως διαφορετικό. Η συμβολή της κινηματικά είναι δεδομένη, διακυβεύεται, ωστόσο, σε πολιτικό επίπεδο. Ποια Αριστερά; Με ποιο όχημα; Με ποιο τρόπο; 

Αντιστοίχως, προβάλλουν τα ερωτήματα και για τον δικό μας κοινωνικό χώρο. Πώς μπορούν οι Φοιτητικοί Σύλλογοι να βγουν ξανά στο προσκήνιο; Πώς μπορεί να οικοδομηθεί η, χαμένη στον ατομικό δρόμο, συλλογική ταυτότητα; Πώς μπορούν να αποκτήσουν ξανά μαζικότητα και ζωντάνια οι διαδικασίες στο εσωτερικό των ΦΣ και να δούμε ξανά στιγμές από τα μαζικά και μαχητικά Φοιτητικά Κινήματα; 

Η σπουδάζουσα, αλλά και ευρύτερη, νεολαία είναι ανάγκη να βγει στο δρόμο. Είναι ανάγκη να δώσει το στίγμα της με όρους γενιάς. Είναι εκείνη που πλήττεται πιο βάναυσα, αλλά και εκείνη που δεν φέρει ευθύνες για τη σημερινή πραγματικότητα.

Εμείς απαντάμε ότι επιβάλλεται αυτοκριτική και συσπείρωση. Επιβάλλεται να αφήσουμε πίσω μας σκουριές του παρελθόντος. Κουβαλώντας τις θετικές εμπειρίες που αποκομίσαμε μέχρι τώρα, αφήνοντας πίσω -όχι παραβλέποντας- τα κακώς κείμενα, οφείλουμε να έρθουμε σε επαφή και να συντονιστούμε με άλλες δυνάμεις, με τις οποίες προηγουμένως μπορεί να είχαμε στρατηγικές αποκλίσεις. Οι μετατοπίσεις, άλλωστε, που παρήχθησαν το τελευταίο χρονικό διάστημα, όπως η ιστορική απόσχιση της νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ από το κόμμα, δημιούργησαν, άλλωστε, ευνοϊκό πεδίο. Μια τέτοια συσπείρωση δυνάμεων, θεωρούμε ότι μπορεί να συμβάλει έτσι ώστε να ανακτηθούν θέσεις μάχης υπέρ των λαϊκών στρωμάτων και σε βάρος των μεγάλων συμφερόντων, υπέρ ενός βαθιού κοινωνικού μετασχηματισμού.

Βλέπουμε το συντονισμό των μαχόμενων δυνάμεων και αγωνιστών/στριών μέσα από μια διαδικασία ανασύνθεσης. Επιδιώκουμε, δηλαδή, το άνοιγμα ενός βαθιού και ευρέος συντροφικού διαλόγου με στόχο να αποτιμήσουμε από κοινού τους αγώνες των τελευταίων ετών, αλλά και τις ίδιες μας τις στρατηγικές διαφορές, τις οποίες θέλουμε να συνθέσουμε και όχι να εξαλείψουμε. Θεωρούμε, άλλωστε, ότι οι διαφορετικές προσεγγίσεις χαρίζουν πλούτο στην κουβέντα και συντείνουν σε βαθύτερες και συνολικότερες επεξεργασίες.

Δεν γνωρίζουμε, ούτε και θέλουμε εξαρχής να ορίσουμε το πού θα πάει αυτή η διαδικασία. Θα προσέδιδε, άλλωστε, στο διάλογο που επιθυμούμε να ανοίξουμε μια διεκπεραιωτική και διαδικαστική χροιά. Αντιθέτως, εμπιστευόμαστε για μια φορά τον πειραματισμό. Δεν είμαστε διατεθειμένοι/ες να χάσουμε μία ακόμα ευκαιρία για την Αριστερά αυτού του τόπου. Μόνη πυξίδα μας η διατήρηση των αριστερών ανεξάρτητων σχημάτων, τα οποία πάντα στηρίζαμε και ήμασταν κομμάτι τους, και τα οποία ιστορικά ήταν εκείνα που μπορούσαν να διεξάγουν αντιαναδιαρθρωτική, αντισυνδιαχειριστική πάλη στο εσωτερικό των ιδρυμάτων, με σαφές αντιφασιστικό και αντισεξιστικό στίγμα και να είναι στην πράξη αντικαπιταλιστικά και αντιιμπεριαλιστικά. 

Απαντώντας και στο κάλεσμα των συντρόφων/ισσών από την ΑΡιστερή ΕΝότητα Πολιτικού, είμαστε ως σχήμα εξαιρετικά θετικοί/ες στην πρότασή τους για κοινή πολιτική διαδικασία. Έχουμε, έτσι κι αλλιώς, βρεθεί πολλές φορές στο δρόμο του αγώνα και μάλλον, έχουν ωριμάσει πια οι συνθήκες για έναν πιο συνολικό συντονισμό. Επιδιώκουμε και θα επιδιώξουμε να μην είναι μια διαδικασία που θα αφορά μόνο τις δύο δυνάμεις, αλλά σε αυτήν να εμπλακεί και κάθε ανένταχτος/η φοιτητής/τρια.

Απορρίπτοντας την αδράνεια ως μια δύναμη συντηρητική, λογίζοντας πολύ περισσότερο την κίνηση ως τη δύναμη του αγώνα και της ριζοσπαστικής πρακτικής προσβλέπουμε στη σύγκλιση διαφορετικών πορειών, στην οικοδόμηση νέων δυνατοτήτων, στη χαρτογράφηση νέων εδαφών, για να φτιάξουμε επιτέλους έναν κόσμο που να μας χωρά.